ὀργιασμοί

ὀργιασμοί
ὀργιασμός
celebrating of
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μύηση — Τυπική ιεροτελεστία των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων, με την οποία γινόταν η εισαγωγή στα μυστήρια. Ο όρος υιοθετήθηκε από την εθνολογία για να προσδιορίσει διάφορες τελετές των πρωτόγονων λαών, που παρουσιάζουν πολυάριθμες αναλογίες με τη… …   Dictionary of Greek

  • οργιασμός — ὀργιασμός, ὁ (Α) [οργιάζω] 1. τελετή θρησκευτικών οργίων («οἱ περὶ τὸν Διόνυσον ὀργιασμοί», Άλεξ.) 2. μύηση σε κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”